- τακτός
- ή, -ό / τακτός, -ή, -όν, ΝΑ [τάσσω]ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.)αρχ.φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ χρήματα» — καθορισμένο χρηματικό ποσόβ) «τακτὴ τροφή» — καθορισμένη ποσότητα τροφής (Πλάτ.)γ) «τακτὴ ὁδός» — προδιαγεγραμμένη οδός (Δημοσθ.)δ) «σῑτος τακτός» — καθορισμένη ποσότητα σιταριού (Θουκ.)ε) «τακτὸν ἐκφόριον» — προκαθορισμένο μίσθωμα πάπ.στ) «τακταὶ δίκαι» — καθορισμένες ποινές (Πλάτ.).επίρρ...τακτῶς Αμε εκ τών προτέρων διακανονισμό, προκαθορισμένα.
Dictionary of Greek. 2013.